-
1 таможенный
таможенный τελωνειακός; \таможенный сбор о τελωνειακός δασμός* * *тамо́женный сбор — ο τελωνειακός δασμός
-
2 τελωνειακός
η, ό[ν] 1. таможенный;τελωνειακός δασμός — таможенная пошлина;
τελωνειακός υπάλληλος (έλεγχος) — таможенный служащий (досмотр);
2. таможенник, таможенный досмотрщик -
3 таможенный
τελωνειακός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таможенный
-
4 таможенный
επ., τελωνειακός, του τελωνείου•таможенный склад αποθήκη τελωνείου•
таможенный осмотр η τελωνειακή εξέταση (έρευνα)•
-ая пошлина ο τελωνειακός δασμός.
-
5 досмотр
ο έλεγχοςтаможенный - τελωνειακός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > досмотр
-
6 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
7 досмотр
досмотр м: таможенный \досмотро τελωνειακός έλεγχος* * *мтамо́женный досмо́тр — ο τελωνειακός έλεγχος
-
8 осмотр
1. (внимательное исследование) η επιθεώρηση, η εξέταση, ο έλεγχοςвыборочный - επιλεκτική -, δειγματοληπτική -периодический - περιοδική -, τρέχουσα -регулярный - см. периодический -2. мед. η ιατρική εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осмотр
-
9 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
10 досмотр
досмотрм:таможенный \досмотр ὁ τελωνειακός ἐλεγχος. -
11 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.